-
1 χείρ
χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί ( χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811A b.10 ([place name] Aphrodisias), 2942c ([place name] Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses onlyχερί; χέρα h.Pan.40
); gen. dual (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι ([etym.] ν ) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.);χείρεσσι Il.12.382
, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc. 756; χέρεσσι ([etym.] ν) Hes.Th. 519, 747, B.17.49; ([place name] Galatia):—[dialect] Dor. nom. [full] χέρς Timocr.9; [full] χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen.χηρός Alcm.32
, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, [dialect] Aeol.χέρρας Alc.Supp.4.21
, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277, 748:— the hand, whether closed,παχεῖα Il.3.376
;βαρεῖα 11.235
, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.;εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9
: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl.,ἄμφω χεῖρας 8.135
;χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115
.2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347),πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166
; ;χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150
;χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4
; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm,ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336
;περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17
, cf. Pl. Prt. 352a.3 of the hand or paw of animals,ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14
; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA 502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr. 369; of the bear, Plu.2.919a.II Special usages:1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc. 681;ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19
;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr. 598
;λαιᾶς χειρός A.Pr. 714
(but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501;χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35
;προκαλίζεσθαι 18.20
; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT 1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis,ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj. 310
.3 gen., by the hand,χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154
;χειρὸς ἑλών 1.323
, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319;χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122
;τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32
;ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V. 569
(anap.).4 the acc. is used when one takes the hand of a person,χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361
;χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121
; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; soἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr. 1181
; alsoἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph. 813
, cf. OC 1632.5 other uses of the acc.:a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.;ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310
;ἀμφὶ.. Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142
; ;ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223
;περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th. 914
, cf. A.Ag. 1559 (anap.);χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58
, 66; so alsoχεῖρας ἀείρων Od.11.423
, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v.ἀνατείνω 1.1
).b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec. 264;τὴν χ. αἴρειν And.3.41
;ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33
, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33;χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37
;χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371
;χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257
;πρός τινα Pi. P.4.240
;ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); alsoχεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523
, etc.;πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392
(but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433;χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10
([place name] Rome).d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.;χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567
, Od.1.254, al.;χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8
, etc.;χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36
; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off,λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97
codd.;κερτομίας δέ τοι.. καὶ χεῖρας ἀφέξω.. μνηστήρων Od.20.263
;ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu. 350
(lyr.);τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp. 213d
;παύειν χεῖράς τινος Il.21.294
.f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.6 with Preps.:a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with.., Plb.21.6.5;αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64
; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by.., LXX 2 Ki.15.2.b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V. 656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp. 193, S.Ant. 916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib. 1258 (anap.), Ar.V. 597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76;διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a27
; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. ([etym.] χερός), D.H.Isoc.4;τὰ ὅπλα Plu.Cor.2
, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf.διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12
); of arms,διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35
; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c;διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4
, al., cf. Act.Ap.7.25, al.d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El. 1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it,πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec. 1242
;ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El. 1348, X.Cyr.8.8.22;καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28
; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simplyὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331
, cf. 24.172); soεἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10
, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (soἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl. 429
): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with.., A.Th. 680;ἀλλήλοις Th.7.44
: abs.,εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96
;ἐς χ. ἰέναι Id.2.3
, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.);συνιέναι X.Cyr.8.8.22
; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)ἀπικέσθαι Hdt.9.48
; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)ἀπόλλυσθαι Id.8.89
, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; [full] ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol. 1285a10, D.H.6.26;ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29
(Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738;εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31;ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72
.e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range,ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15
; ἀμύνασθαι ib.5.4.25;μάχεσθαι Id.HG7.2.14
, cf. D.S.19.6;πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu.
tim.4;οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24
; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37;ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6
: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.fδέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585
, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130);πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289
; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604;σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37
; butἐν.. χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568
; of a gift,ἐν χερσὶ τίθει 1.441
, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R. 432d;τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8
, etc. (metaph.,ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226
); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in,τὸν γάμον Hdt.1.35
;ἑορτήν Plu.Alex.13
;τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1
;ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e
; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21;ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208
, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand,ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43
;ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66
, cf. 4.57,96, etc.;ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72
;ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11
;δίκη ἐν χερσί Hes.Op. 192
;ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31
; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual,τἀν χεροῖν S.Ant. 1345
(lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of.., LXX Jo.21.2, al.;ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35
(v.l.).g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V. 1216, cf.Av. 464 (anap.), Fr. 502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2
, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.);πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα
at hand,Pherecr.
146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act,κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6
; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10
: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph. 148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete. 369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75;παρέργως καὶ ὑπὸ χ.
extempore,Plu.
Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306;ἀφνειά Pi.O.7.1
, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch. 141, Ag.34; κάρβανος ib. 1061; (anap.); , etc.: to denote wealth or poverty,πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359
;κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42
, cf. E.Hel. 1280, etc.2 it is represented as acting of itself,χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77
, cf. S.Aj.50;χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th. 554
;δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp. 604
(dub. l.): prov.,ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273
; or simply,ἁ χ. τὰν χ. AP5.207
(Mel.).3 pl., in theurgy, name for spiritual powers,αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101
P., cf. eund. in R.2.252K.IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl.,ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg.,δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr. 603
);χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT 883
(lyr.), cf. OC 1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg.,βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr. 619
; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219;χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109
, cf. 2.115;χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360
, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.;ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg. 869d
: generally, χεῖρες violent measures, force,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267
;ὑπόδικος χερῶν A.Eu. 260
(lyr.);χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.V a number, band, body of men, esp. of soldiers,χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157
; in dat.,οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72
;πολλῇ χ. 1.174
, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon.,χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20
; ; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El. 629;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
.VI handwriting,τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5
, cf. IG9(1).189 ([place name] Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument,ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18
(ii B.C.), cf. PCair.Zen. 477 (iii B.C.), etc.b handiwork of an artist or workman,γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5
, etc.;αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72
, cf. 6.66;σοφαὶ χέρες APl.4.262
;τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22
.VII of any implement resembling a hand:1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven,χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18
; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13. -
2 χείρ
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), - ας; dual. χεροῖν.)1 handa in carrying, seizing, simm.ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1
σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
χερὶ διδύμᾳ P. 2.9
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32
ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
βέλος διώξει χερὶ I. 8.35
]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
χερσὶ βιαταὶ P. 1.42
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35
Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61
“υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62
λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55
κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.d of swearing, praying, salutationχεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65
φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240
, cf. P. 4.37, P. 9.122πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41
e of labour, workοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51
“ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” O. 8.42ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4.37μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271
“ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” P. 9.36παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
cf. P. 4.240, N. 11.32g of directionσχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94
δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.h of givingφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
i of admonitionὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.j fragg. χερὶ fr. 33a.πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7. -
3 χείρ
χείρ, ἡ (nicht χεῖρ, vgl. Arcad. 20, 18. 125, 11, B. A. III p. 1200), gen. χειρός, plur. χεῖρες, dat. dual. u. plur. χεροῖν, χερσίν, ion. u. poet. so durch alle Casus, χερός, χέρες u. s. w., aber nach Mein. com. III p. 56 nicht in den com., poet. auch χειροῖν u. χείρεσι u. χείρεσσιν, χέρεσσι, Hes. Th. 519. 747, äol. χέῤῥας, Theocr. 28, 9, – 1) die Hand, die Faust, auch der Arm ( ἀποταμὼν ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Her. 2, 121, 5), Hom., Hes. u. Folgde; χειρὸς ἑλών, bei der Hand fassend, Il. 1, 323 u. öfter, wie χειρὸς ἔχων, 4, 154 u. sonst; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη 24, 515, er hob ihn an der Hand hoch, wie χειρὸς ἀναστήσας Od. 14, 319; χειρί τέ μιν κατέρεξεν, streichelte ihn mit der Hand, Il. 1, 361 u. öfter; ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί 6, 253 u. öfter (s. φύω); Pind. χερὶ χειρὸς ἑλών P. 9, 26; χειρὸς ἕλκων N. 11, 32; οὐ χερός, οὐ ποδός, οὔ τινος ἄρχων Soph. Phil. 848; δέχου δὲ χειρὸς ἐξ ἐμῆς βέλη τάδε 1271, u. öfter, wie Eur.; ἀνέλκειν τινὰ τῆς χειρός Ar. Vesp. 569; πέτρον, τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν Il. 16, 735; βαρεῖα, στιβαρά, 13, 410. 505 u. öfter; auch παχεῖα, 3, 376 u. sonst; ἐκ δ' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε, er ließ den Degen aus der Faust fallen, Od. 22, 83. – Χεῖρα ὑπερέχειν, ὑπερσχεῖν τινι, die Hand über Einen halten, um ihn zu beschützen, Il. 9, 420 u. öfter; seltener τινός, wie τίς καὶ ἐμεῖο ϑεῶν ὑπερέσχεϑε χεῖρα 24, 374; χεῖρας ἐπιφέρειν τινί, Hand an Einen legen, im feindlichen Sinne, 1, 89 u. öfter; auch χεῖρας ἐφιέναι τινί, Od. öfter; χεῖρας ἀνασχεῖν ϑεοῖς, die Hände zu den Göttern flehend od. betend erheben, Hom. oft; auch χεῖρας ἀείρειν, ἀνατείνειν, ἀναφέρειν, immer als Ausdruck des Flehens, auch Od. 11, 423, wo es nicht mit Voß als Bewegung Eines, der sich vertheidigen will, zu nehmen ist, vgl. 425; bei Xen. aber ist χεῖρας ἀνατείνειν »die Hand emporheben«, als Zeichen der Genehmigung und Zustimmung, An. 5, 6,33. 7, 3,6; – χεῖρας ὀρέξαι, πετάσαι τινί, εἴς τινα, die Arme gegen Einen ausstrecken, ausbreiten, als Ausdruck des Flehens und der Liebe, Il. 4, 523. 13, 549. 15, 371; auch χεῖρα ὀρέγειν τινί = Einem die Hand reichen, sie hülfreich nach ihm ausstrecken, ihm unter die Arme greifen, Xen. Hell. 5, 2,17; χεῖρας ἀπέχειν τινός, die Hände von Etwas zurückhalten, es nicht antasten, sich nicht an ihm vergreifen, Hom. u. Folgde; auch χεῖρας παύειν τινός, Il. 21, 294; ἄγεσϑαί τι ἐς χεῖρας, Etwas unternehmen, angreifen, Her. 1, 126. 4, 79. 7, 8; ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕϑεν Aesch. Suppl. 64; Ag. 1501; Soph. u. Eur.; Ar. περίβαλλε χέρας, Thesm. 918; und in Prosa: χεῖρας ἀνταιρόμενοι Thuc. 3, 32; προϊσχόμενοι 3, 66; περὶ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ἔχειν Plat. Rep. II, 359 e; ἁ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει, eine Hand wäscht die andere, Epicharm. bei Plat. Ax. 366 c. – Mit Präpositionen merke man folgende Vrbdgn: εἰς χεῖρας ἐλϑεῖν od. ἱκέσϑαι τινί, Einem in die Hände kommen, in die Hände od. in die Gewalt Imds gerathen, Hom., der auch χεῖρας ἱκέσϑαι sagt, u. Folgde; auch εἰς χεῖρας ἐλϑεῖν, συνιέναι τινί, mit Einem ins Handgemenge kommen, sich thätlich an einander vergreifen, Soph. O. C. 979, Thuc. 4, 33. 72. 126 u. öfter, Xen. Cyr. 8, 5,12 u. sonst, wie χεῖρας συμμιγνύναι; – ἐν χειρί, ἐν χερσίν, in der Hand, in der Gewalt, εἶναι, ἔχειν, Hom. u. Folgde; auch μετὰ χερσὶν ἔχειν, Her. 7, 16; ἐν χειρὶ τὴν δίκην ἔχων Plat. Theaet. 172 e; ὥςπερ οἱ ἐν χερσὶν ἔχοντες ζητοῦσιν ἐνίοτε ὃ ἔχουσιν Rep. IV, 432 d; ἐν χερσὶν εἶναι, γίγνεσϑαι = im Handgemenge sein, Thuc. 5, 72; ἐν χερσὶν ἀποτείνειν 3, 66; – auch ἐν χερσί, wie μετὰ χερσὶν ἔχειν = Etwas unter Händen haben, womit beschäftigt sein, Her. 1, 35, Soph. Phil. 1097; wie διὰ χειρῶν ἔχειν Thuc. 2, 13. 76; handhaben, lenken, regieren, Arist. polit. 5, 8; ἱκετηρίας σεμνῶς ἔχουσαι διὰ χερῶν Aesch. Suppl. 190, vgl. Spt. 415; Soph. μνῆμ' ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων Ant. 1243; διὰ χειρὸς πιπράσκειν, aus freier Hand verlaufen, Charit. 1, 12; μετὰ χεῖρας ἔχειν Thuc. 1, 138, Her. 7, 16, 2; – Pol. 15, 27, 9 ἐκ χειρός, aus der Hand, aus freier Hand, dah. aus dem Stegreif, auch vom Kampfe in der Nähe, ἡ ἐκ χειρὸς μάχη, das Handgemenge, Xen. Hell. 7, 2,14 An. 5, 4,25; aber ἡ ἐκ χειρὸς ϑεωρία ist das Betrachten in der Nähe, D. Hal., Isocr. iud. 2; oft bei Pol.; – πρὸ χειρῶν, vorhanden, in Bereitschaft, zunächst vorliegend, Eur. Troad. 1214; – ὑπὸ χειρός od. χειρῶν, unter den Händen, in der Gewalt, Botmäßigkeit, ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσϑαι, unter seine Botmäßigkeit bringen; ὅσον νῦν ὑπὸ χέρα ναίεις Soph. El. 1081; ὁ ὑπὸ χεῖρα, der Diener, Diosc. u. a. Sp.; aber παρέργως καὶ ὑπὸ χεῖρας ist = aus dem Stegreife, Plut. Arat. 3; Dem. 6, 34 ὁρῶ γὰρ ἐνίους οὐκ εἰς τοὺς αἰτίους, ἀλλ' εἰς τοὺς ὑπὸ χεῖρα τὴν ὀργὴν ἀφιέντας; ὑπὸ τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας πίπτειν Pol. 8, 20, 8; ὑπὸ χεῖρα γίγνεσϑαι D. Hal. 6, 19; – χεῖρας συμπλέκειν τινί, Freundschaft mit Einem schließen, Pol. 2, 45, 2. 47, 6; vgl. ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινά 21, 4,5. – Wie im Deutschen Bezeichnung der Seite durch die Hand; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, zur linken Hand, Od. 5, 277; ποτέρας τῆς χειρός; auf welcher von beiden Seiten? Eur. Cycl. 675; λαιᾶς δὲ χειρὸς οἰκοῦσι Χάλυβες Aesch. Prom. 716; κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιϑεὶς ἐλάας Soph. O. C. 484. – 2) das Werk od. die That der Hände, Ggstz der Worte, gew. im plur.; ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il. 1, 77; βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ Aesch. Prom. 622, vgl. Ag. 1031; εἰ δέ τις ὑπέροπ τα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται Soph. O. R. 883; übh. Thätigkeit, Kraftäußerung der Hände, τῇ χειρὶ χρῆσϑαι, im Ggstz von ἀργὸν ἐπεστάναι, seine Hand brauchen, thätig sein, Her. 3, 78. 9, 72; übh. Kraft, Stärke, Gewalt, weil sie ihren Hauptsitz in den Händen haben, 8, 140, 2. – Auch Gewaltthat, Schlägerei, Handgemenge; ἐς χειρῶν νόμον ἱκέσϑαι, ins Handgemenge kommen, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσϑαι, im Handgemenge umkommen, 8, 89; ἦν ἡ μάχη καρτερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα, es wurde ganz und gar Mann gegen Mann gekämpft, Thuc. 4, 43; ἦρχε χειρῶν ἀδίκων Lys. 4, 11, er fing die thätliche Beleidigung an; ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν πρότερον Plat. Legg. IX, 869 c; vgl. Xen. Cyr. 1, 5,13; Pol. 2, 45, 6. 56, 14 u. a. Sp.; ἐν χειρῶν νόμῳ τὰς πολιτείας διαλύειν, durch das Faustrecht, Aesch. 1, 5. – Tapferkeit od. Kraft, εἰς ἔλεγχον χειρὸς μολών Soph. O. C. 1299, u. öfter. – 3) wie das lat. manus, eine Hand voll Menschen, ein Hause, eine Schaar, bes. eine Kriegerschaar, Kriegsmacht; μεγάλη χείρ, ein großes Kriegsheer, auch pleonast. μεγάλη χεὶρ πλήϑεος, Her. 7, 20; οἰκεία χείρ = χεὶρ οἰκετῶν, ein Sklavenhause, Eur. El. 624; πλήϑει χερῶν Soph. O. R. 123; πολλῇ χειρὶ ἐπεβοήϑουν Thuc. 3, 96; αἱ ἄρισται χεῖρες Pol. 1, 26, 5; χειρῶν πλῆϑος 3, 89, 9. – 4) die Hand, die Einer schreibt, die Handschrift, Hyperid. bei Poll. 2, 152; übh. die Hand eines Künstlers, die eigenthümliche Behandlungsart, Kunstfertigkeit, Styl, Manier eines Künstlers, γλαφυρή, σοφή u. vgl., Theocr. 9, 7, Ep. ad. 315 ( Plan. 252); vgl. Poll. 2, 150; auch das Kunstwerk selbst, dann immer im plur., vgl. Jac. A. P. p. 871. – Pleonastisch steht der dat. χειρί, χερσίν bei allen Zeitwörtern, die ohnehin schon eine Thätigkeit der Hände in sich schließen, χειρὶ λαβεῖν, ἑλέσϑαι u. vgl., Hom. u. Folgde.
-
4 αἱρέω
1 act.a take up, take awayφιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1
λέγοντι μὰν Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.53
b seize, capture, overcomeἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.84
Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (sc. Ἀλκυονεύς. overcame.) N. 4.29εἶλε δὲ Περγαμίαν I. 6.31
ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι I. 7.14
Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν Pae. 5.36
εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7. cf. infra (e).c win, gainνῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.66
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinx. codd., post ἆμαρ Bergk. ἑλεῖν Byz.: ἐλθεῖν codd.) P. 9.113ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. met.,κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.56
ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (Byz.: ἔσχε, ἔχε codd.) P. 2.30d take, graspπαρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.122
—e in zeugma, overcome, winἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον O. 1.88
2 med.a chooseἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.59
— [ -
5 ἄγω
ᾰγω (ἄγεις, -ει, -οντι; -οις, -οι; -ων, -οντ(α), -οντες; -ειν. aor. ἄγᾰγε(ν), γᾰγον; ᾰγᾰγών, -όντα; ᾰγᾰγέν (v. l. ἀγαγεῖν). impf. ᾰγεν, ἆγε(ν), ἆγον. fut. ἄξοισι; ἄξοντ(α): med. ἀγέσθω.)1a bring (persons, things) οὐδὲ ματρὶ φῶτες γαγον (sc. σέ.) O. 1.46μιν ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ O. 3.29
ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.49
δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
“ τὸν μὲν ἀμνάσει νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν (v. 1. ἀγαγεῖν.) P. 4.56 “ δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
οὐ τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
ἄνδρες τοὺς Ἀριστοτέλης ᾰγαγε ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων N. 7.41
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ᾰγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.28 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4.ὧραί τε Θεμίγονοι ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.103
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
( Φοῖνιξ)· ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι fr. 183.b drive τὸν ( θησαυρὸν ὕμνων)οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.13
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (sc. Κάρρωτος.) P. 5.36c bestowαἰὼν δ' μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων γαγον O. 2.51
ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.87
κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.66
Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
met., τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς (sc. ταῖς Συμπληγάσι)ἡμιθέων πλόος γαγεν P. 4.211
d med. take away “ ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.2302a guide, be one's guide ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ( ποίνιμος coni. Spiegel.)ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει Μοῖρα N. 11.42
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί ( πάντας sc.: Boeckh, Wil. preferred to understand τὸ βιαιότατον as ἀπὸ κοινοῦ with ἄγει and δικαιῶν.) fr. 169. 3.b guide in various senses, (α) c. pred. adj. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν. i. e. uphold P. 6.20 (β) employνόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς. (v. αἰσχίων.) I. 7.22 (γ) wage, carry on “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ.” P. 9.31c in tmesisἐπάγω O. 2.37
ἀνάγω I. 6.62
d frag. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. -
6 Ἀλεξίδαμος
̆αλεξῐδᾱμος acc. to schol. an ancestor of Telesikrates1ἔνθ' Ἀλεξίδαμος παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.121
-
7 διά
1 prep. c. acc.a on account ofπολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές P. 2.20
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ὑφ' ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται I. 5.6
b through (the midst of)παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23
c through, by the agency of κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν ( τῇ τῶν θεῶν εὐμενείᾳ. Σ. cf. v. 6.: = ἕκατι Wil., SBB, 1909, 828̆{1}) I. 5.112 prep. c. gen.a through of movementχερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν P. 3.57
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν N. 6.64
ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
]διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7
ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων (supp. Lobel, qui διερκέων legi posse putat) fr. 169. 29.b throughout, in, amongμηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἀμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δἰ αἰθέρος O. 1.6
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5.c through, by means ofαὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
3a in tmesis. διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι v.διαδατέομαι O. 7.75
b fragg. < δια> e Σ supp. Snell Πα. 1. 1. ]ας δἰ αἰθ[ερ dub. P. Oxy. 2445. 5. -
8 ἐπεί
ἐπεί conj.a temporal, c. aor. ind., after, whenτοῦ ἐράσσατο Ποσειδάν, ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ O. 1.26
Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ O. 2.79
φθέγξατ' ἐπεὶ κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
βασιλεὺς δ, ἐπεὶ πετράεσσας ἐλαύνων ἵκετ' ἐκ Πυθῶνος, ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.47
τερπνᾶς δ' ἐπεὶ λάβεν καρπὸν Ἥβας, ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν O. 6.57
δράκοντες, ἐπεὶ κτίσθη νέον, οἱ δύο μὲν κάπετον O. 8.37
ἐκτίσσατο, ἐπεὶ Ποσειδάνιον πέφνε Κτέατον O. 10.26
ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν,σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, τότ ἔειπεν P. 3.38
“τοί μ' ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, κρύβδα πέμπον” i. e. as soon as P. 4.111ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος, λέξατο P. 4.188
ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν, ἐκάλει P. 4.191
κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λεόντες περὶ δείματι φύγον, γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν P. 5.59
μόλον, καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον P. 5.84
τόν, Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ, κρύψαν P. 9.80
ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.121
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο, παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.18
ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἑπεὶ μόλεν, ὡς κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα N. 1.35
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν, ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν, ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.98
ἀνδροδάμαντα δ ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου, ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 1.b causal, =γάρ. Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι. ἐπεὶ στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.6
ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται, στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27
ἀλλά νιν οὐκ εἴασεν. ἐπεὶ εἶπε O. 7.61
ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ. ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο P. 2.36
πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος P. 3.34
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων, ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος ἔπλετο P. 9.108
ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.31
ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο. ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρονἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν. ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.46
διὰ τὸν ἁδυεπῆ Ὅμηρον. ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.22
(by entertaining the Dioskouroi they have become great athletes)ἐπεὶ εὐρυχόρου ταμίαι Σπάρτας ἀγώνων μοῖραν διέποντι N. 10.51
πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον. ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα N. 10.57
χορεύων τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ. ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Καδμοῦ στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10
μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις. ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες, ἐπεὶ θεσφάτων ἐπάκουσαν I. 8.31
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων. ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε I. 8.64
ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
ἐπεὶ αυ[ Πα. 7B. 13. πατρῶἰ ἐπεί[ Θρ. 4. 12. following impv.: “κράτει δὲ πέλασον. ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις” O. 1.79δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν. ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον. ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37
κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι O. 14.5
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους. ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.45
Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
following a wish:θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς. ἐπεί νιν αἰνέω O. 4.14
ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν. ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.93
introducing parenthesis:ἐπεὶ πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἔπακτον στυγερώτατος O. 10.88
introducing example: τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας ἔλασεν fr. 169. 6. introducing question: ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.98 ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; O. 9.29 ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον; P. 7.5c fragg. ]διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7
]ἐπεὶ πάντα[ ?fr. 334a. 11. -
9 κεδνός
a dear, cherished of relatives.παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; I. 1.5Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων I. 8.22
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ Pae. 6.12
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν Pae. 6.105
b good in respectful address. “ κεδνοὶ πολῖται” P. 4.117c of things, prized, dear as belonging to one's family.κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.72
-
10 νομάδες
a adj., nomadic νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν fr. 105b. 1.b subs., a Libyan tribe, living near Irasa.παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
-
11 ὅμιλος
ὅμῑλος (-ος, -ον.)1 gatheringπαρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.46
τυφλὸν δ' ἔχει ἧτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι i. e. the army of the Seven against Thebes N. 9.21εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον I. 7.35
ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων, χαλκοκορυστὰν ὅμιλον ἐγείρων ( χαλκοκορυστᾶν ὁμίλει Wil.) Πα.. 1. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. -
12 παρθένος
1 unmarried girl ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia O. 1.88Ζεφυρία Λοκρὶς παρθένος P. 2.19
ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18
ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος Koronis P. 3.34 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ Cyrene P. 9.6 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters P. 9.113 παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the daughter of Antaios P. 9.122παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.38
τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν the Muses I. 8.57ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι Pae. 2.100
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.54
βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν Pae. 6.136
].. παρθ[έ]νῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as epith. of Artemis,ἰοχέαιρα παρθένος P. 2.9
of Athene,κυάναιγις παρθένος O. 13.71
παρ-θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
of Hekate,φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα Pae. 2.77
of the Sphinx, αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε[ν ?fr. 333a. 12. -
13 φεύγω
φεύγω (φεύγομεν, -οντι; -ων; -ειν: impf. φεῦγε: aor. φᾰγε, -ον; -οι; -ών, -όντα, -όντες; -εῖν: pf. πεφευγότες.)1 escape, avoida c. acc.τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνὴρ O. 6.6
γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90
ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.53
κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (byz.: φεῦγον codd.) P. 5.58τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών P. 9.92
πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν P. 10.43
ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα (sc. Ἄδραστος) N. 9.13 “ θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” N. 10.83 ]φγον ἄνδρα Pae. 12.22
δει]ματι σχόμεναι φύγον Pae. 20.17
]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας Δ. 1. 1. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος (sc. οἱ θεοί) fr. 143. 3.b abs., fleeἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
c c. acc. cogn. ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν (i. e. he outstripped his competitors) P. 9.121d fragg. τὸ δὲ φυγεῖν Δ... ]οι φύγον ον[ fr. 140a. 53 (27). ] ν φευγο[ fr. 215b, col. 2. 18. -
14 ΑἹΡέω
ΑἹΡέω, fut. αἱρήσω, ἑλῶ Ar, Lys. 542, Antiphil. 15 ( Plan. 334) καϑελεῖ; aor. εἷλον, ἑλεῖν, ep. ἕλεσκον, Hom. Od. 14, 220, ἕλεσκε(ν) Iliad. 24, 752 Od. 8, 88; aor. I. ᾕρησα, ᾑρησάμην nur Sp. u. an wenigen Stellen sicher, s. Lob. zu Phryn. 716 vgl. ἐξαιρέω; perf. ᾕρηκα, ᾕρημαι, ion. ἀραίρηκα, ἀραίρημαι Her. 4, 66; aor. ᾑρέϑην; fut. med. αἱρήσομαι, ἀφελοῦμαι = ἀφαιρήσομαι Timostrat. com. bei B. A. 80; εἱλόμην, ἑλοίατο Od. 20, 117; εἱλἀμην nur Sp., wie Ep. ad. (App. 257) u. D. Sic.; ᾑρήσεται fut. exact. pass. Plat. Gorg. 338 b. – 1) Act., nehmen, fassen, χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od. 1, 191, ἀμφοτέρων ἕλε χεῖρα 3, 37, χειρὸς ἑλόντ' ἀγέμεν Βρισηίδα Il. 1, 323, κόμης ἕλε Πηλείωνα 1, 197, κύσα γούναϑ' ἑλών Od. 14, 279, τῇ ἑτέρῃ μὲν ἑλὼν ἐλλίσσετο γούνων Il. 21, 71, δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα Od. 18, 258, ἀλλά με κεῖνος ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσὶν οὐκ ἔα εἰπέμεναι 23, 76, μέσσου δουρὸς ἑλών Il. 7, 56, ἕλκε δὲ δουρὸς ἑλών 16, 406; ἔνϑεν ἑλών, von dort beginnend, Od. 8, 500; τὴν δὲ προτὶ οἷ εἷλε Il. 21, 508 vgl. Od. 24, 348; ἀγκὰς ἑλεῖν Od. 7, 252 Il. 24, 227, ἑλεῖν ohne Zusatz = umarmen, Od. 11, 205; ὀδὰξ ἑλεῖν οὖδας Il. 11, 749, γαῖαν ἀγοστῷ 11, 425, ἔπαλξιν χερσί 12, 397, χαλκὸν ὀδοῠσιν 5, 75, χερσὶ δόρυ 15, 474; παρϑένον χερὶ χερὸς ἑλών Pind. P. 9, 216; ἐν χερσὶν ἑλεῖν Od. 12, 229 Theocr. 3, 41, μετὰ χερσὶν ἕλοντο Od. 8, 372; – καϑαρὰ χροῒ εἵμαϑ' ἑλοῠσα Od. 4, 750. – Häufig = fangen, in seine Gewalt bringen, von der Jagd sowohl, λέοντα ἐν βρόχοις Eur. Herc. Fur. 150, ἰχϑύν Theocr. 21, 49, als Menschen im Kampfe, ζωοὺς ἕλον πολλούς Il. 21, 102, ζῶντας Xen. An. 1, 6, 2. u. zwar in doppelter Beziehung, entweder das Einholen bezeichnend, neben παρελϑεῖν Il. 23, 345; Od. 8, 330, τοὺς φεύγοντας Lys. 2, 4, vgl. Il. 21, 555, Xen. Cyr. 4, 3, 17, od. mit dem Speere treffen, ἔγχεσιν ἑλεῖν Il. 17, 276, χαλκῷ 7, 77; ohne Zusatz = tödten Il. 15, 515. 16, 306, = gefangen nehmen 21, 77, Pferde erbeuten 17, 488; vgl. Soph. Phil. 435, wo der Schol. erklärt ἀναιρεῖν φαρμάκοις; Eur. Med. 389 Hec. 869; ähnlich πατρῷον αἷμα ταῖς ἐμαῖς χερσὶν ἑλεῖν Soph. O. C. 996; vgl. auch Xen. Cyr. 3, 4, 36. Daran reihen sich die beiden Bdign a) Einen über etwas ertappen, ἐπ' αὐτοφώρῳ, auf der That, Eur. Ion 1214; ἐπὶ κλοπῇ Plat. Legg. IX, 874 b; pass., ᾑρῆσϑαι κλοπεύς, als Betrüger erfunden worden sein, Soph. Ant. 493; mit dem partic., τήνδ' εἵλομεν ϑάπτουσαν 385; τινὰ κλέπτοντα Ar. Equ. 835, woran sich die gerichtlichen Ausdrücke reihen (vgl. διώκειν u. φεύγειν), τινά τινος, z. B. παρανοίας Aesch. 3, 156, Einen des Wahnsinnes überführen; Xen. Mem. 1, 2, 49; δώρων, der Bestechung, Ar. Nub. 582; οἱ δίκῃ καὶ ψήφῳ ἑλόντες Dem. 21, 11; δίκην, γραφὴν αἱρ εῖν, mit einer Klage durchdringen, 18, 3. 21, 181; Antiph. 2 α 5; Plut. Arat. 25; μή σε ψῆφος Ἀργείων ἕλῃ Eur. Or. 797; ἀγὼν ᾑρέϑη, der Kampf wurde gewonnen, Soph. O. C. 1148; auch von Sachen, τοῠτο ἐμὲ αἱρήσει, dies wird mich verurtheilen, Plat. Apol. 28 b; – b) mit Gründen überzeugen, für sich gewinnen, zunächst δελεάσμασί τινα ἑλεῖν Ar. Equ. 786; τὸν ἐρώμενον Plat. Lys. 205 e 206 a; ἄνϑρωπον Xen. Mem. 2, 3, 16; ὑπὸ χρημάτων αἱρεϑῆναι, bestochen werden, Plut. Cat. min. 18 u. öfter; οἱ λέγοντες αἱροὖσιν, sie überreden, Ael. H. A. 14, 13 V. H. 1, 25; ohne acc. oft bei Her., ὁ λόγος αἱρεῖ, die gesunde Vernunft kehrt, 2, 53; γνώμη 2, 43; ὅ τι ἂν ὁ λογισμὸς αἱρῇ, was die Rechnung ergiebt, erweif't, Aesch. 3, 59. Ebenso Plat. ὁ λόγος αἱρεῖ Phileb. 35 d Crit. 48 c, αἱροῠντος λόγου Rep. IV, 440 b, u. mit hinzugefügtem ἡμᾶς X, 607 b, u. ohne λόγος, χαλεπώτερον ἑλεῖν, ὡς, es ist schwerer zu erweisen, daß, Theaet. 179 c; auch öfter Plut., z. B. Sympos. 3, 4 τρίτον τοῠτο τὸ περὶ τὰς ταφὰς αἱρεῖ, ϑερμότερα τὰ ϑήλεα εἶναι. – Sehr gewöhnlich von Hom. an: im Kriegeerobern, einnehmen, πόλιν Iliad. 2, 37, νῆας 13, 42, πόλιν Aesch. Pers. 861; Her. 1, 162; Thuc. 2, 25 u. die Folgenden; νήσους Her. 3, 39; τὰ τόξα αἱρεῖ Τροίαν Soph. Phil. 113, χώραν Tr. 240; τοὺς Ἐρετριέας Plat. Legg. III, 698 d; τὸν βασιλέα, besiegen, Xen. Hell. 3, 5, 1; von Plut. Pomp. 65 verbunden mit καταπολεμῆσαι τὰς δυνάμεις. – Auch von Affectionen des Körpers und der Seele wird sehr häufig gesagt, daß sie die Menschen ergreifen, so ἵμερος αἱρεῖ τινα Iliad. 3, 446, πόϑος Od. 4, 596, τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα Od. 19, 471, ἄχος Il. 13, 581, χόλος 4, 23, μένος 5, 136, ἄτη 16. 805, δέος 17, 67, τρόμος 19, 14, ϑάμβος Od. 3, 372, τάφος 21, 122, οἶκτος 2, 81, λήϑη Il. 2, 34, σκότος 16, 607, ὕπνος 10, 192, κοῖτος Od. 19, 515; ὕπνος Soph. Ant. 605; umgekehrt Thuc. ὕπνον αἱρεῖν, sich schlafen legen; ϑάμβος Ar. Av. 782; ἔρως Eur. Rhes. 856, οἶκτος El. 972, φϑόνος Or. 972; νόσημα Plat. Theaet. 142 b, wo der Schol. καταπονεῖ erkl., überwältigen. – Umgekehrt κῠδος, Ruhm erlangen, Il. 17, 321; στεφάνους Pind. P. 3, 133; τὰ Ἴσϑμια, den Sieg in den isthmischen Spielen, Simonid. – 2) Med., für sich nehmen, Od. 2, 357, Ὠρίων' ἕλετο ῥοδοδάκτυλος ἠώς Od. 5, 121 vgl. κακά νιν μοῖρα ἕλοιτο Soph. O. R. 885, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσιν, πρῶτόν κεν τοῠ πατρὸς ἑλοίμεϑα νόστιμον ἦμαρ Od. 16, 149, ὦ φίλοι, ἀνέρες ἔστε καὶ ἄλκιμον ἦτορ ἕλεσϑε Il. 5, 529; – σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο Od. 8, 372, εἵλετο δ' ἄλκιμον ἔγχος Il. 3, 338; in vielen Verbindungen gebraucht Hom. act. u. med. ohne Unterschied, so daß also in ihnen geradezu das med. für das act. steht; lehrreich z. B. Iliad. 15, 125, wo Athene dem Ares den Helm abnimmt, τοῦ' δ' ἀπὸ μὲν κεραλῆς κόρυϑ' εἵλ ε τ ο καὶ σάκος ὤμων, ἔγχος δ' ἔστησε στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ἑλοῠσα; – δαῖτα ἑλέσϑαι Od. 20, 117, δεῖπνον Iliad. 2, 399, δόρπον 18. 298, πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσϑαι Od. 11, 584; vgl. οἶνον ἑλεῖν Od. 21, 294; ἑλέσϑαι ἄριστον Her. 3, 26; σῖτον Thuc. 2, 75, u. öfter; δεῖπνον Xen. Cyr. 8, 1, 13; ὕπνου δῶρον Il. 7, 482, ὕπνον Thuc. 2, 75; – erlangen, erreichen, empfangen, ἄσπετον ὦνον ἕλοιτο Od. 14, 297, μυρί' ἕλοντο 15, 367, vgl. λέβηϑ' ἕλε Il. 23, 613; – ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσϑαι Il. 18, 501; – ἐμεῠ δ' ἕλετο μέγαν ὅρκον Od. 4. 746, er nahm mir einen Eid ab, Τρωσὶν γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι = παρὰ τῶν Τρώων Iliad. 22, 119. – Sich für etwas entscheiden, wählen, Iliad. 16, 282 Πηλείωνα μηνιϑμὸν μὲν ἀπορρῖψαι, φιλότητα δ' ἑλέσϑαι; sich etwas auswählen, aussuchen, Illad. 9, 578 τέμενος ἑλέσϑαι, 139 γυναῖκας, 10, 235. 242 ἕταρον; – πόλεμον πρὸ εἰρήνης, den Krieg dem Frieden vorziehen, Her. 1, 87; πρὸ δέκα μνῶν Xen. Mem. 2, 5, 3; vgl. Plat. Rep. II, 366 b Crit. 52 b; bes. ἀντί τινος, z. B. ἀντὶ πάντων, es Allem vorziehen, Arist. Eth. Nic. 9, 8; Xen. An. 1, 7, 3; ἀντὶ τοῠ πολεμεῖν ἑλέσϑαι δουλεύειν Mem. 2, 1, 13; auch mit dem gen., noch häufiger μᾶλλον ἤ, Plat. Apol. 38 e Gorg. 469 c; Xen. Apol. 9, so daß μᾶλλον αἱρεῖσϑαι geradezu lieber wollen heißt, und ohne μᾶλλον Xen. Ages. 4, 5. Vgl. περὶ πλείονος τῆς πίστεως Dinarch. 3, 10; πῦρ ἱερὸν οὐκ ἄμεινον αἱρούμενοι ἑτέρου Plut. Symp. 7, 4, 3. – Daher geradezu wollen, σὺ οὖν πότερον αἱρεῖ Plat. Rep. I, 347 e; u. bes. wählen, στρατηγόν Her. 6, 67; Thuc. 8, 82; ἄρχοντα Xen. Cyr. 1, 5, 5, δικαστήν 2, 4, 8; ἐπὶ τὴν ἀρχήν, zu dem Amte, Plat. Men. 90 b Legg. VII, 809 a 709; εἱλόμην ῥᾳϑυμεῖν Isocr. 4, 3; mit folgdm inf. Ar. Eccl. 2. 17; ἐκ τριῶν ἕν Soph. Tr. 747; τὰ τῶν Ἀϑηναίων, die Partei der Athener ergreifen, Thuc. 3, 63; Ἀϑηναίους 3, 56; ἄλλους Her. 1, 108; Κῠρον Xen. Hell. 3, 1, 3, u. Sp.; bes. einer philosophischen Sekte beitreten, τὰ Πλάτωνος Luc. Hermot. 85; αἱρεῖσϑαι γνώμην, eine Meinung billigen, annehmen, Her. 4, 137. 139; ᾐρηνται, sie haben gewählt, Xen. An. 5, 6, 12, ᾑρημένοι στρατηγόν Hell. 1, 4, 12; aber pass. ῂρημένος στρατηγός ib. 21 u. οἱ προστατεῖν αἱρούμενοι Men. bei Stob. flor. 45, 5.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий